- -τητα
- -της, ΝΜΑπαραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη *-tāt- (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva-tāt- «ολότητα», αβεστ. haurva-tāt- «ολότητα», λατ. novi-tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε -της παράγονται, στην πλειονότητά τους, από επίθετα (πρβλ. στεν-ό-της < στενός, ταχ-υτής < ταχύς) και σπανιότερα από ουσιαστικά (πρβλ. ἀνδρο-τής < ἀνήρ, οὐσιό-της < οὐσιό-της < οὐσία), ενώ λίγα είναι εκείνα που προέρχονται από αντωνυμίες (πρβλ. ταὐτότης < ταὐτόν), επιρρήματα (πρβλ. ἐγγύ-της < ἐγγύς) ή ρήματα (πρβλ. μεγαλυνό-της < μεγαλύνω, φιλό-της < φιλῶ). Η κατάληξη -της είναι ομηρική, γνώρισε, όμως, μεγάλη επίδοση στους μεταγενέστερους χρόνους και στην εποχή τής Κοινής και απαντά σε αφηρημένα ουσιαστικά που ανήκουν στον χώρο τού τεχνικού, επιστημονικού και φιλοσοφικού λεξιλογίου και όχι στην καθημερινή γλώσσα. Συγκεκριμένα, η κατάληξη χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει ποιότητα, κατάσταση, ιδιότητα, όπως λογουχάρη: α) χρώμα (πρβλ. λευκό-της)β) γεύση (πρβλ. γλυκύ-της)γ) διάφορες φυσικές ιδιότητες (πρβλ. βαρύ-της, ὑγρό-της)δ) διαστάσεις, μέγεθος, σχήμα (πρβλ. εὐρύτης, μακρό-της, στρογγυλό-της). Αξίζει να σημειωθεί, επίσης, η χρησιμοποίηση τής κατάληξης αυτής για δήλωση ηθικών εννοιών και αξιών (πρβλ. χρηστό-της, φαυλό-της), καθώς και ο σημαντικός ρόλος της στον σχηματισμό φιλοσοφικών όρων (πρβλ. θεό-της, πτερό-της), ενώ στη ρωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο χρησιμοποιήθηκε και σε διάφορους τιμητικούς τίτλους (πρβλ. ἁγιό-της, μεγαλειό-της). Η κατάληξη -της απαντά —ανάλογα με το θεματικό φωνήεν τής λέξης— με τις μορφές: -ύτης (πρβλ. ὀξ-ύτης < ὀξύς, πλατύτης < πλατύς) και κυρίως -ότης, η οποία και γενικεύτηκε (πρβλ. νε-ότης < νέος, αλλά και ἀληθ-ό-της < ἀληθής, ἑν-ό-της < εἷς, μελαν-ό-της < μέλας). Στη Νέα Ελληνική, τέλος, η κατάληξη διατηρήθηκε με τη μορφή -τητα / -ότητα / -ύτητα, σχηματισμένη από την αιτιατική τής αρχαίας κατάληξης -της, -τητος, ενώ, σπάνια, απαντά και η μορφή -τη / -ότη (πρβλ. ανθρωπ-ότη, τιμι-ότη), η οποία προήλθε από την αρχαία κατάληξη -(ο)-της με παράλειψη τού τελικού -ς, κατά τα πρωτόκλιτα ουσιαστικά (πρβλ. ζώνη, κόρη).Παραδείγματα λ. σε -τητα/της: αγαθότητα(-της), αρχαιότητα(-της), βαρύτητα(-της), βεβαιότητα(-της), βιαιότητα (-της), γενναιότητα(-της), γνησιότητα(-της), γονιμότητα(-της), δασύτητα(-της), ευρύτητα(-της), ηλιθιότητα(-της), θεότητα(-της), θερμότητα(-της), θρασύτητα(-της), ικανότητα(-της), καθαρότητα(-της), κενότητα(-της), κυριότητα(-της), λογιότητα(-της), μακροβιότητα(-της), ματαιότητα(-της), μετριότητα(-της), μικρότητα(-της), μονιμότητα(-της), νεότητα(-της), ορθότητα(-της), παλαιότητα(-της), πεζότητα(-της), σπουδαιότητα(-της), στερεότητα(-της), τραχύτητα(-της), χαλαρότητα(-της)αρχ.θαυμασιότης, λασιότης, μυριότης, ορφανότης, σικχότης, τρεπτότης, χρονιότης, ψελλότηςνεοελλ.ακροαματικότητα, αποτελεσματικότητα, δημιουργικότητα, διαχρονικότητα, δυναμικότητα, εγκληματικότητα, επιθετικότητα, εργατικότητα, κανονικότητα, κειμενικότητα, μελωδικότητα, ορατότητα, παραγωγικότητα, περιοδικότητα, υποψηφιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.